- ἀρδάνιον
- ἀρδάνιονneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀρδανίῳ — ἀρδάνιον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρδάνια — ἀρδάνιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πηγαίος — α, ο / πηγαῑος, αία, ον, ΝΜΑ (για νερό) αυτός που ρέει ή αντλείται από πηγή (α. «πηγαῑα ὕδατα», Ιπποκρ. β. «πηγαῑον ἄχθος» αγγείο γεμάτο νερό από πηγή, Ευρ. γ. «πηγαῑον ῥέος», Αισχύλ.) νεοελλ. αυτός που μοιάζει σαν να προέρχεται απευθείας από… … Dictionary of Greek
ραντισμός — Τελετουργική πράξη της οποίας οι ρίζες βρίσκονται στα προχριστιανικά θρησκεύματα. Πρόκειται για ρ. με αγιασμένο νερό, που αποβλέπει στην κάθαρση ή ευλογία προσώπων, οικημάτων, σκευών, πλοίων κλπ. Στην Ελλάδα ο ρ. του είδους γίνεται με ραντιστήρι… … Dictionary of Greek